- στόχος
- ο, ΝΜΑσημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδινεοελλ.1. σκοπός, επιδίωξη2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών»)3. φυσ. α) όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική τών στοιχειωδών σωματιδίων και στις πυρηνικές επιστήμες για να χαρακτηρίσει στοιχειώδεις μονάδες τής ύλης που εκτίθενται σε συγκρούσεις οι οποίες προκαλούνται από δέσμες κινούμενων σωματιδίων με σκοπό τη μελέτη αυτών τών συγκρούσεων ή την παραγωγή διαφορετικών σωματιδίωνβ) ένα σύνολο στοιχειωδών μονάδων τής ύλης που διαπερνάται από τη δέσμη τών σωματιδίων-βλημάτων4. φρ. «θεωρία τού στόχου»βιολ. γενικευμένη υπόθεση ότι οι βιολογικές επιδράσεις τών ακτινοβολιών οφείλονται στον ιοντισμό από τα μεμονωμένα κβάντα ή φωτόνια τής ραδιενεργού ακτινοβολίας, τα οποία απορροφώνται από ευαίσθητα σημεία τού κυττάρουαρχ.1. αυτό που εκτοξεύεται ως βλήμα («θύρσους... στόχον δύστηνον», Ευρ.)2. συμπέρασμα («μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ», Αισχύλ.)3. κίονας από πλίνθους4. στοχάς* για τα θηρευτικά δίχτια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στόχος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ste-n-gh- «είμαι οξύς, μυτερός, κεντώ, τρυπώ», χωρίς έρρινο ένθημα -n- (βλ. και στάχυς) και συνδέεται με τα ρωσ. stoža «πάσσαλος», λιθουαν. stagaras «στέλεχος», αγγλοσαξ. staca «στέλεχος, πάσσαλος» (με ηχηρό σύμφωνο, μέσο ή δασύ). Η λ. στόχος είχε πιθανότατα αρχική σημ. «στύλος, πάσσαλος, μυτερό αντικείμενο που καρφώνεται κάπου» απ' όπου η λ. χρησιμοποιήθηκε μτφ. στο ρ. στοχάζομαι με σημ. «επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κάτι» και «υπολογίζω, λογαριάζω, σταθμίζω, κρίνω, εξετάζω, ερευνώ». Η σημ., τέλος, τής λ. στόχος «συμπέρασμα» προήλθε πιθ. υποχωρητικά από τη σημ. τού ρ. στοχάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.